- μικροδάκτυλος
- και μικροδάχτυλος, -η, -ο (Α μικροδάκτυλος, -ον)1. αυτός που έχει μικρά δάχτυλα2. ιατρ. αυτός που πάσχει από μικροδακτυλία*.[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)-* + -δάκτυλος (< δάκτυλος), πρβλ. χρυσο-δάκτυλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek